- λάρυγγος
- λάρυγξlarynxmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαρυγγός — λαρυγγός, ὁ (Α) [λάρυγξ] (κατά τον Ησύχ.) «ματαιολόγος» … Dictionary of Greek
ларингализация — (< др. греч. λαρυγο (λαρυγγος) гортань, глотка) Способ произнесения звуков – то же, что глоттализация … Словарь лингвистических терминов Т.В. Жеребило
λάρυγγας — Κοίλο σωληνοειδές όργανο. Στα θηλαστικά παρεμβάλλεται μεταξύ φάρυγγα και τραχείας και, μεταξύ άλλων, είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της φωνής. Ο λ. έχει σκελετό που αποτελείται από εννέα χόνδρους: ο μεγαλύτερος είναι ο θυρεοειδής χόνδρος, που… … Dictionary of Greek
λαρύζει — (Α) [λάρυγξ] (κατά τον Ησύχ.) «βοᾷ ἀπὸ τοῡ λάρυγγος» … Dictionary of Greek